- ιερακόμορφα
- Τάξη αρπακτικών πτηνών της υπέρταξης των νεογνάθων. Τα ι. περιλαμβάνουν διάφορες οικογένειες, από τις οποίες οι κυριότερες είναι οι ιερακίδες και οι γυπίδες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιερακίδες — Οικογένεια πτηνών της τάξης των ιερακομόρφων. Περιλαμβάνει τα περισσότερα από τα αρπακτικά ημερόβια πτηνά (αετός, ιέραξ, κίρκος, κιρκαετός, τριάρχης κ.ά.). Οι ι. έχουν αρκετά αγκιστρωτό ράμφος και, όπως συμβαίνει στα νυκτόβια κυρίως αρπακτικά, τα … Dictionary of Greek
ιερακόμορφος — η, ο (Α ἱερακόμορφος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιερακόμορφα τάξη πτηνών στην οποία περιλαμβάνονται οι αετοί, τα γεράκια, οι γύπες, οι κόνδορες και άλλα παρόμοια πουλιά, τα οποία μαζί με τα γλαυκόμορφα συγκροτούν την ομάδα τών… … Dictionary of Greek
κιρκάετος — Αρπακτικό πτηνό της οικογένειας των ιερακιδών (ιερακόμορφα). Η επιστημονική ονομασία του είναι Circaetus gallicus. Την άνοιξη και το καλοκαίρι ζει σε ορεινές και δασώδεις περιοχές της κεντρικής και νότιας Ευρώπης και της κεντρικής Ασίας, απ’ όπου … Dictionary of Greek
πτήση — Ενέργεια και ικανότητα παραμονής και μετακίνησης στον αέρα, τυπική σε όλα σχεδόν τα πτηνά και σε μεγάλο μέρος των εντόμων. Από τα θηλαστικά, ιδιαίτερα ικανά για π. είναι μόνο τα χειρόπτερα. Άλλα σπονδυλωτά, από τα ζώντα σήμερα, δεν είναι ικανά να … Dictionary of Greek
σπίλορνις — ο, Ν ζωολ.. λόγια ονομασία αρπακτικού πτηνού τής τάξης ιερακόμορφα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spilornis (< σπίλος [Ι] «ρύπος» + όρνις)] … Dictionary of Greek
αρπακτικά — Τάξη της παλαιότερης συστηματικής κατάταξης των πτηνών, που περιλάμβανε όλα τα ημερόβια και νυκτόβια α. πουλιά. Η τάξη αυτή, που δεν χρησιμοποιείται πια από τη συστηματική, ανήκε στην υφομοταξία των τροπιδωτών και χωριζόταν στις δύο υποτάξεις των … Dictionary of Greek